περικάλυψη
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
Greek Monolingual
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαλύπτω, κάλυψη από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικαλύπτω. Η λ., στον λόγιο τ. περικάλυψις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].