περίγυρος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος
3. μτφ. το περιβάλλονκοινωνικός περίγυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος].