περιίπταμαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιίπταμαι Medium diacritics: περιίπταμαι Low diacritics: περιίπταμαι Capitals: ΠΕΡΙΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: periíptamai Transliteration B: periiptamai Transliteration C: periiptamai Beta Code: perii/ptamai

English (LSJ)

later form for περιπέτομαι, Arist.HA542b24, D.C. 58.5, Alex.Trall.Febr.4.

Greek (Liddell-Scott)

περιίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ περιπέτομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
πετώ επάνω και γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵπταμαι «πετώ»].