περισυλλέγω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek (Liddell-Scott)

περισυλλέγω: συλλέγω τι πανταχόθεν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 661D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 325Β.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού
2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν
νεοελλ.
μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τον περισυνέλεξαν από τους δρόμους»).