περίσφιγξη

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

η / περίσφιγξις, -εως, ΝΑ περισφίγγω
1. σφίξιμο, δέσιμο από παντού, ολόγυρα
2. σφιχτό δέσιμο, σύσφιγξη
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηριστικό σημείο που διακρίνεται πάνω στα χρωμοσώματα, όταν βρίσκονται στην πρόφαση της μίτωσης και είναι χρωματισμένα με μια βασική χρωστική
2. μτφ. περικύκλωση, στενή πολιορκία
3. φρ. «περίσφιγξη κήλης»
ιατρ. η περίσφιγξη του σάκου μιας κήλης με το περιεχόμενό του από την περιφέρεια του κηλικού στομίου, με τα χαρακτηριστικά οξέα συμπτώματα που τήν ακολουθούν.