πεσκέσι

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. δώρο σε τρόφιμα ή ποτά
2. φρ. α) «του ήρθε πεσκέσι» — πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, του συνέβη απροσδόκητα κάτι κακό
β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι» — πονηρός και δόλιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peskes].