πιεζοηλεκτρικός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
φυσ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό
2. φρ. α) «πιεζοηλεκτρικές διατάξεις»
(ηλεκτρον.) συσκευές πρακτικής εκμετάλλευσης του πιεζοηλεκτρισμού, της ιδιότητας δηλαδή ορισμένων κρυστάλλων να παράγουν ηλεκτρικό φορτίο, όταν υφίστανται παραμόρφωση λόγω πιέσεως
β) «πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι» — στερεά κρυσταλλωμένα σώματα που χρησιμεύουν για την κατασκευή τών πιεζοηλεκτρικών στοιχείων
γ) «πιεζοηλεκτρικό στοιχείο» — τμήμα πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πομπών και δεκτών υπερηχητικών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectric < πιέζω + ηλεκτρικός].