πιθήκιον

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκιον Medium diacritics: πιθήκιον Low diacritics: πιθήκιον Capitals: ΠΙΘΗΚΙΟΝ
Transliteration A: pithḗkion Transliteration B: pithēkion Transliteration C: pithikion Beta Code: piqh/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πίθηκος, Lat.

   A pithecium Plaut.Mil.989.    II weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11.    III = ἀντίρρινον, Ps.-Apul.Herb.86.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. εἶδος μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πίθηκος
(υποκορ. του πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά
αρχ.
1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά
2. το φυτό αντίρρινον.