Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
[Seite 616] ἡ, = πίνος, sehr zw.
c. πίννα.
ἡ Αβλ. πίνη.