λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
το, Ντο πιεζόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίεση + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πιεσίμετρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].