πιστοποίηση

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

η / πιστοποίησις, ΝΑ πιστοποιώ
η ενέργεια του πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση
νεοελλ.
1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό
2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας»
(νομ.) η νόμιμη, από το αρμόδιο όργανο, έκδοση εγγράφου, από όπου προκύπτει η ύπαρξη, σε ορισμένο χρόνο, περιουσιακών στοιχείων ενός νομικού ή φυσικού προσώπου και η τυχόν υποθήκη ή ενεχυρίασή τους.