πισσώνω

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

πισσῶ, -όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, -όω Α πίσσα:]
χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.)
αρχ.
1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα αγάλματα προκειμένου να τά καθαρίσω
2. (ως συνήθεια τών γυναικών και τών κίναιδων) αφαιρώ τις τρίχες της κεφαλής ή του σώματος με έμπλαστρο από πίσσα («ἦν τῶν πιττουμένων τὰ σκέλη καὶ τὸ σῶμα ὅλον», Δήμων).