πλαισίωση

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του πλαισιώνω, η περιβολή ενός αντικειμένου με πλαίσιο
2. μτφ. διακόσμηση, προφύλαξη, ενίσχυση ή προστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαισιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλαισίωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].