πλαταγώ

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

πλαταγῶ, -έω ΝΑ
1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων
2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι»)
3. (μτβ.) παράγω δυνατό ήχο χτυπώντας κάτιτύμπανον ἐξ ἱερᾱς ἐπλατάγησε νάπης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του παταγῶ, κατ' επίδραση τών πλήσσω «χτυπώ» και πληγή.