πλέκτης

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν
τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών
μσν.
πλέγμα της κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -της / -τρα και -τρια].