πλοίαρχος
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο κυβερνήτης εμπορικού πλοίου, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο πλήρωμα, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου καταρτίζει το πλήρωμα, συντάσσει το ημερολόγιο της γέφυρας, επιμελείται την τήρηση τών υπόλοιπων ημερολογίων, τηρεί τα προβλεπόμενα από την νομοθεσία ναυτιλιακά έγγραφα, και οφείλει να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο κατά την είσοδο και έξοδο σε λιμάνια, διώρυγες και ποταμούς, κν. καπετάνιος
2. βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος προς τον βαθμό του συνταγματάρχη του στρατού ξηράς και του σμηνάρχου της αεροπορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + -aρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].