πλήτης
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
πλησιαστής, Hsch. πλητήσαντα· δηλοῦντα, Id. πλητίνες· δέλτοι, Id. πλῆτο, 3sg. aor. Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.
German (Pape)
[Seite 636] ὁ, ion. statt πελάτης, Hesych.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα pelā- του πέλας, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. -της].