πληροφοριοδότης

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν
1. αυτός που δίνει πληροφορίες
2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται
3. καταδότης, ρουφιάνος, χαφιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληροφορία + δότης (< θ. δο- του δίδωμι «δίνω»), πρβλ. αιμο-δότης.