ανεπίσημος

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επισημότητα, ο κοινός, ο απλός
2. όποιος γίνεται χωρίς επίσημες, κανονικές διαδικασίες
3. εκείνος που γίνεται με αποφυγή απόδοσης τιμών («ανεπίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό σύγγραμμα Αθηνά].