Πλούταρχος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Plutarque :
1 tyran d’Érétrie;
2 écrivain célèbre, historien et philosophe de Chéronée.
Étymologie: DELG πλοῦτος, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο έσχατος από τους μεγάλους Έλληνες πεζογράφους της αρχαιότητας, που γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, από ὁπου και το προσωνύμιο του Χαιρωνεύς, έζησε κατά το διάστημα 45-120 μ.Χ., και είναι ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του πασίγνωστου και περίφημου έργου Βίοι παράλληλοι.