πνευμοπερικάρδιο

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. συλλογή αέρα στην κοιλότητα του περικαρδίου, συνήθως τραυματικής προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumopericardium (< πνεύμα + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].