πνευμοπερικάρδιο
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
το, Ν
ιατρ. συλλογή αέρα στην κοιλότητα του περικαρδίου, συνήθως τραυματικής προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumopericardium (< πνεύμα + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].