ποδοπατώ

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

-άω και -έω, Ν
1. πατώ κάποιον με τα πόδια μου βίαια ή περιφρονητικά («το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο», Βαλαωρ.)
2. μτφ. μειώνω ηθικά, εξευτελίζω («ποδοπάτησες» την τιμή μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + πατώ].