ποδοπατώ
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
-άω και -έω, Ν
1. πατώ κάποιον με τα πόδια μου βίαια ή περιφρονητικά («το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο», Βαλαωρ.)
2. μτφ. μειώνω ηθικά, εξευτελίζω («ποδοπάτησες» την τιμή μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + πατώ].