ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
-έω, Ν πλοηγός1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο του πλοηγού2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τον βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.