πλουμί

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α
κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα
μσν.-αρχ.
κεντητό εργόχειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. -ίδι (πρβλ. στολ-ίδι)].