πλουμί

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α
κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα
μσν.-αρχ.
κεντητό εργόχειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. -ίδι (πρβλ. στολίδι)].