ποικιλόδειρος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόδειρος Medium diacritics: ποικιλόδειρος Low diacritics: ποικιλόδειρος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: poikilódeiros Transliteration B: poikilodeiros Transliteration C: poikilodeiros Beta Code: poikilo/deiros

English (LSJ)

ον,

   A with variegated neck, πανέλοπες Alc.84; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyte).    II = ποικιλόγηρυς, ἀηδών Hes.Op.203.

German (Pape)

[Seite 649] mit buntem Halse, mit schillernder Kehle, Beiwort der Nachtigall Hes. O. 205, wo es aber auch vom Gesange verstanden werden kann, mit mannichfach tönender Kehle, u. Ruhnk. ποικιλόγηρυς vermuthet; ἔχις, Anyte 23 (Ap. 6).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδειρος: -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ ποικιλόγηρυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cou bigarré.
Étymologie: ποικίλος, δειρή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό
2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυςἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].