πόκα

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.———————— (II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].