πολυάλφιτος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάλφῐτος Medium diacritics: πολυάλφιτος Low diacritics: πολυάλφιτος Capitals: ΠΟΛΥΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: polyálphitos Transliteration B: polyalphitos Transliteration C: polyalfitos Beta Code: polua/lfitos

English (LSJ)

ον,

   A yielding much meal, κριθαί Thphr.HP8.4.2.

German (Pape)

[Seite 659] viele Gerstengraupen gebend, κριθή, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.

Greek Monolingual

ον, Α
αυτός που παράγει πολλά άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκ-άλφιτος)].