γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
[Seite 663] H. h. Apoll. 417, = Folgdm.
ος, ον :abondant en poissons.Étymologie: πολύς, ἰχθύς.
-ον, Απολύϊχθυς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθυος (< ἰχθῦς, -ύος «ψάρι»)].