πολύκλαδος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλᾰδος Medium diacritics: πολύκλαδος Low diacritics: πολύκλαδος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΑΔΟΣ
Transliteration A: polýklados Transliteration B: polyklados Transliteration C: polyklados Beta Code: polu/klados

English (LSJ)

ον, = foreg., ib.1.3.1, Dsc.1.97, Gal. 14.66.

German (Pape)

[Seite 664] vielästig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 1· οὕτω, πολυκλαδής, ές, αὐτόθι 1. 5. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκλαδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλάδος (< κλάδος), πρβλ. ολιγό-κλαδος].