πολύπηνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].