πολυφανής
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
poet. πουλ-, ές,
A very conspicuous, Jo.Gaz.Ecphr.2.322, Eust.254.6.
German (Pape)
[Seite 675] ές, vielfach erscheinend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφανής: ποιητ. πουλ-, ές, πολὺ φανερός, ἐμφανής, Εὐστ. 254. 6, Ἰω. Γαζ.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. πουλυφανής, -ές, Μ
ο εξαιρετικά περίοπτος, ο πολύ φανερός, ο ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ομοιο-φανής].