πονοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. πόνος στο κεφάλι, αλλ. κεφαλόπονος, η κεφαλαλγία
2. ζήτημα, πρόβλημα που απαιτεί κουραστική διανοητική απασχόληση, υπόθεση που μάς σκοτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κεφάλι, κατ' αντιστροφή του κεφαλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κεφαλιού (πρβλ. πονό-δοντος)].