Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
-ον, Α
1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοι
τα μέλη της λιτανευτικής πομπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμο-στόλος.