προαπογιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαπογιγνώσκω Medium diacritics: προαπογιγνώσκω Low diacritics: προαπογιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proapogignṓskō Transliteration B: proapogignōskō Transliteration C: proapogignosko Beta Code: proapogignw/skw

English (LSJ)

   A despair beforehand, τινος of a thing, Gal.8.772: c. acc., Id.18(2).39.

Greek (Liddell-Scott)

προαπογιγνώσκω: πίπτω εἰς ἀπόγνωσιν ἐκ τῶν προτέρων, τινός, περί τινος πράγματος, Γαλην.

Greek Monolingual

Α
πέφτω σε απόγνωση εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπογιγνώσκω «βρίσκομαι σε απελπιστική θέση, σε απόγνωση»].