προβατητικός
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική
εκτροφή προβάτων, προβατοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ητικός (πρβλ. οχλ-ητικός)].