προβληματίζω
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
ΝΜ πρόβλημα, -ατος]
νεοελλ.
1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, του θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει»)
2. μέσ. προβληματίζομαι
(ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να εξαγάγω τα σωστά συμπεράσματα
β) μού δημιουργούνται σκέψεις, ερωτήματα, ανησυχίες για κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προβληματισμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ερωτήματα, σκέψεις, ανησυχίες γύρω από ένα ζήτημα, από μια κατάσταση αυτός που προβληματίζεται
μσν.
(μόνο το μέσ.) (ως αποθ.) προβάλλω κάτι ως αμυντικό μέσο, ως μέσο άμυνας.