προζύμι

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

το / προζύμιον, ΝΜΑ
όξινο φύραμα αλεύρου το οποίο όταν αναμιγνύεται σε μάζα αλεύρου και νερού προκαλεί ζύμωση, η μαγιά
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε τέτοια μάζα
2. μτφ. η αρχή κάποιου πράγματος
αρχ.
αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του προζύμη ή, κατ' άλλους, μεταπλασμένος τ. του προζύμη, κατά το γένος της λ. ψωμί].