Προκρούστης
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθ. παρωνύμιο ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο οποίος, εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα Μέγαρα με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα κρεβάτι, με την πρόφαση ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το μήκος του κρεβατιού, τους τέντωνε έτσι ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς εκεί που περίσσευαν
νεοελλ.
(ως προσηγ. όν.) προκρούστης
είδος κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κρούστης (< κρούω)].