προπίτνω
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
A fall prostrate, ἐς γᾶν A.Pers.588 (lyr.); of a suppliant, S.El.1380.
Greek (Liddell-Scott)
προπίτνω: πίπτω πρηνής, προσπίπτω, ἐς γᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 588 ἐπὶ ἱκέτου, Σοφ. Ἠλ. 1380. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λέξ. πίτνω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
tomber en avant ; particul. tomber à genoux en suppliant.
Étymologie: πρό, πίτνω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.