προσαμύνω
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
[ῡ],
A come to aid, τινι Il.2.238, cf. 5.139, 16.509, Plu. Them.9, al.
German (Pape)
[Seite 748] Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰμύνω: [ῡ], ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινὶ Ἰλ. Β. 238, Ε. 139, Π. 509, Πλούτ.
French (Bailly abrégé)
venir au secours de, secourir, τινι.
Étymologie: πρός, ἀμύνω.
Greek Monolingual
Α
έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμύνω «υπερασπίζω, συντρέχω»].