προσκυνητός
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ή, όν,
A to be worshipped, worshipful, Cod.Just.1.5.20.1, al., POxy.158.6 (vi A.D.); prob. for προκ- in Rev.Phil.1930.249 (Egypt, Tab.Defix.).
German (Pape)
[Seite 771] fußfällig verehrt, angebetet; zu verehren, anzubeten, im adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90.
Greek Monolingual
-ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ προσκυνῶ
νεοελλ.-μσν.
φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών
μσν.-αρχ.
αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.
επίρρ...
προσκυνητῶς Μ
με προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.