πρόσκωπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A at the oar, rower, Th.1.10, Luc.Cat.19.
German (Pape)
[Seite 771] am, beim Ruder, rudernd; Thuc. 1, 10; Luc. Char. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκωπος: -ον, ὁ πρὸς τῇ κώπῃ ὤν, ἐρέτης, κωπηλάτης, Θουκ. 1. 10, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
penché sur les rames.
Étymologie: πρός, κώπη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο κουπί, ο κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. πρό-κωπος].