προϋπολαμβάνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A assume beforehand, Arist.APo.71a12; ἀλόγως π. make an improbable presumption, Id.Po.1461b1.    2 hold an opinion previously, Id.Rh. 1395b6.

German (Pape)

[Seite 795] (s. λαμβάνω), vorher annehmen, glauben, Arist. an. post. 1, 1 rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω, νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 1, 3, Ρητ. 2. 21, 16· ἀλόγως πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 25. 24.

French (Bailly abrégé)

supposer auparavant, présumer.
Étymologie: πρό, ὑπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α ὑπολαμβάνω
1. παραδέχομαι, αποδέχομαι προηγουμένως κάτι
2. σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων.