προϋπολαμβάνω
English (LSJ)
A assume beforehand, Arist.APo.71a12; ἀλόγως π. make an improbable presumption, Id.Po.1461b1. 2 hold an opinion previously, Id.Rh. 1395b6.
German (Pape)
[Seite 795] (s. λαμβάνω), vorher annehmen, glauben, Arist. an. post. 1, 1 rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω, νομίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 1, 3, Ρητ. 2. 21, 16· ἀλόγως πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 25. 24.
French (Bailly abrégé)
supposer auparavant, présumer.
Étymologie: πρό, ὑπολαμβάνω.
Greek Monolingual
Α ὑπολαμβάνω
1. παραδέχομαι, αποδέχομαι προηγουμένως κάτι
2. σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων.