προώδων
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
= προόδους (q.v.), Phryn.PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 801] = προόδους; Phryn. in B. A. 58 erklärt ἡ προέχουσα εἰς τὸ ἔξω μέρος τοὺς ὀδόντας.
Greek (Liddell-Scott)
προώδων: «ὁ τοὺς ὀδόντας ἐξωτέρω ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. προόδους.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ-ώδων. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].