πρωτεϊνικός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν πρωτεΐνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο»)
2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία»
(βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή απλές οργανικές ενώσεις μέσα και έξω από το κύτταρο και έναντι τών βαθμίδων συγκέντρωσης σε μια αντίδραση που απαιτεί ενέργεια
β) «πρωτεϊνική μετάθεση»
(βιοχ.) η μετακίνηση ορισμένων πρωτεϊνών από το κυτταρόλυμα, όπου συντίθενται, προς τα οργανίδια ή έξω από το κύτταρο
γ), «πρωτεϊνικός άργυρος»
(φαρμ.) μη ποσοτικά καθορισμένος συνδυασμός αργύρου και πρωτεϊνικών ουσιών που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό στο δέρμα και στους βλεννογόνους, αλλ. πρωταργόλη
δ) «πρωτεϊνική τυροσινοκινάση»
(βιοχ.) κάθε ένζυμο που φωσφορυλιώνει ειδικά μια πρωτεΐνη-στόχο σε ένα υπόλειμμα τυροσίνης, αλλ. τυροσινοκινάση ή τυροσινοπρωτεϊνική κινάση
ε) «πρωτεϊνικό ιόν»
(βιοχ. -βιολ.) σύμπλοκο οργανικό ιόν που απαντά στα ζωντανά κύτταρα.