πρωτείο

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

το / πρωτεῑον, Ν ΜΑ
η πρώτη θέση, η υπεροχή («τὴν πόλιν δ' ἥ προειστήκει τῶν Ἑλλήνων τέως καὶ τὸ πρωτεῑον εἶχε», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα πρωτεία
μτφ. πρωτοκαθεδρία, δεσπόζουσα θέση, κυρίαρχη γνώμη, τα σκήπτρα («θέλει να κατέχει τα πρωτεία»)
2. φρ. «παπικό πρωτείο»
εκκλ. η θεωρία που αναπτύχθηκε από τον 5ο μ. Χ. αιώνα στη Ρώμη για την εξαιρετική αυθεντία του πάπα σε ολόκληρη την Εκκλησία και η οποία αποδοκιμάστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής και υπήρξε η κύρια αιτία του σχίσματος
μσν.
στον πληθ. (για πρόσ.) οι αρχηγοί, οι ηγέτες
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. το πρώτο βραβείο σε αγώνα, το αριστείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος + κατάλ. -εῖον, πιθ. μέσω του ρ. πρωτεύω.