πρωτιά

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

η, Ν
πρώτος
1. το να έχει κανείς την πρώτη θέση σε μια σειρά, η κατάταξη στην πρώτη θέση
2. υπεροχή
3. το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί πρώτος
4. έναρξη, αρχίνισμα
5. φρ. α) «έχω πρωτιά»
(για χαρτοπαίκτες) παίρνω πρώτος από όλους τα τραπουλόχαρτα κατά το μοίρασμα και παίζω πρώτος
β) «μού 'κάνε πρωτιά» — ήταν ο πρώτος που αγόρασε από μένα, μού 'κανε σεφτέ.