πρωτιά

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
πρώτος
1. το να έχει κανείς την πρώτη θέση σε μια σειρά, η κατάταξη στην πρώτη θέση
2. υπεροχή
3. το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί πρώτος
4. έναρξη, αρχίνισμα
5. φρ. α) «έχω πρωτιά»
(για χαρτοπαίκτες) παίρνω πρώτος από όλους τα τραπουλόχαρτα κατά το μοίρασμα και παίζω πρώτος
β) «μού 'κάνε πρωτιά» — ήταν ο πρώτος που αγόρασε από μένα, μού 'κανε σεφτέ.